σφονδύλοις

σφονδύλοις
σφόνδυλος
vertebra
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εναρμόζω — (Α ἐναρμόζω και ἐναρμόττω) εφαρμόζω, προσαρμόζω («δι ὀμφαλοῡ καθῆκεν ἔγχος σφονδύλοις τ ἐνήρμοσεν», Ευριπ.) αρχ. 1. μτφ. προσαρμόζω, συνδέω αρμονικά, ταιριάζω 2. (αμτθ.) προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι 3. γίνομαι ενάρμοστος, αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι… …   Dictionary of Greek

  • κύφωμα — το (AM κύφωμα) [κυφούμαι] το κύρτωμα τής σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα, η καμπούρα («ὅταν οὖν ἐν τοῑς κατά τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ κύφωμα γένηται, μάλιστα τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῑται κατὰ τὸ μῆκος», Γαλ.) μσν. καμπύλωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”